- καταβυθιστής
- ο [καταβυθίζω]1. αυτός που καταβυθίζει κάτι2. θεολ. στον πληθ. οι Καταβυθιστέςονομασία οπαδών μιας παραλλαγής τής χριστιανικής αίρεσης τών Βαπτιστών ή Αναβαπτιστών η οποία αναπτύχθηκε ιδίως στη Γερμανία κατά τον 17ο αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.